- μειονοψηφία
- η1. το να έχει κανείς στη Βουλή ή σε άλλο συνέδριο λιγότερες από τις μισές ψήφους: Οι βουλευτές της αντιπολίτευσης αποτελούν μειονοψηφία στη Βουλή.2. το κόμμα ή τα κόμματα της αντιπολίτευσης στη Βουλή: Εκλέχτηκε βουλευτής με τη μειονοψηφία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.